- σύμπηκτον
- σύμπηκτοςput togethermasc/fem acc sgσύμπηκτοςput togetherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπηκτος — η, ο / σύμπηκτος, ον, ΝΑ [συμπήγνυμι] πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.) αρχ. 1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος 2. στερεός, συμπαγής … Dictionary of Greek